Καρκίνος του μαστού και πρόληψη - Πότε η μαστογραφία δεν είναι αρκετή
Καρκίνος του μαστού και πρόληψη
Πότε η μαστογραφία δεν είναι αρκετή
Ανδριάνα Κουλούρα
Χειρουργός Μαστού, Post-Doctoral Fellow, European
Institute of Oncology Μιλάνο, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών,
Λέκτορας Χειρουργικής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, Επιστ. Συνεργάτις ΛΗΤΩ
Καθώς ο καρκίνος του μαστού είναι από τις μεγαλύτερες απειλές για την υγεία των γυναικών, οι προληπτικές εξετάσεις είναι κάτι παραπάνω από επιβεβλημένες. Όμως, το κύριο προληπτικό μέσο, η μαστογραφία, δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε όλες τις περιπτώσεις. Ποιες είναι αυτές, όμως, και τι δείχνουν τα νεότερα δεδομένα για το θέμα της πρόληψης;
Ο καρκίνος του μαστού παραμένει ο συχνότερος καρκίνος στις γυναίκες και η συχνότερη αιτία θανάτου σε γυναίκες ηλικίας 40-50 ετών. Όπως γνωρίζουμε, η ανάπτυξη κακοήθειας είναι μια περίπλοκη και πολυπαραγοντική διαδικασία, που σχετίζεται με την ηλικία, την πυκνότητα του μαστού, το οικογενειακό ιστορικό, τις γονιδιακές μεταλλάξεις, τους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Φυσικά, δεν είναι δυνατόν να τροποποιηθούν όλοι αυτοί οι παράγοντες, μπορούν όμως να ληφθούν κατάλληλα μέτρα ώστε να επιτευχθεί η σωστή εξατομικευμένη πρόληψη.
Τα τελευταία χρόνια, η πρώιμη διάγνωση και η εξατομικευμένη θεραπευτική αντιμετώπιση συνέβαλαν σημαντικά στη βελτίωση της θνητότητας και στη συνολική επιβίωση των ασθενών με καρκίνο του μαστού. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε καρκίνους που διαγιγνώσκονται σε πρώιμο στάδιο, με αρνητικούς λεμφαδένες, η πιθανότητα ίασης ξεπερνά το 90%.
Μέθοδος εκλογής για την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του μαστού παραμένει η μαστογραφία, εξέταση μεγάλης διαγνωστικής ευαισθησίας και ακρίβειας και με δυνατότητες ανίχνευσης μη ψηλαφητών καρκίνων (διαστάσεων χιλιοστών), καρκίνων in situ ή μικροαποτιτανώσεων (άλατα ασβεστίου).
Είναι η μαστογραφία αρκετή για τον προληπτικό έλεγχο;
Δυστυχώς, το 8%-12% των καρκίνων δεν ανιχνεύονται στη μαστογραφία. Οι νεανικοί-πυκνοί μαστοί, η πολυεστιακή ανάπτυξη καρκίνου, οι μετεγχειρητικές ουλές, οι φλεγμονές, οι μαστοί που έχουν υποβληθεί σε πλαστικές αυξητικές επεμβάσεις αποτελούν περιορισμούς για τη χρήση μόνο της μαστογραφίας για προληπτικό έλεγχο. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι σημαντικός ο συμπληρωματικός έλεγχος με υπέρηχο και, όταν κρίνεται αναγκαίο, η χρήση μαγνητικής (η οποία δεν αποτελεί εργαλείο γενικού πληθυσμιακού ελέγχου) που θα διευκρινίσει περαιτέρω τυχόν παθολογικά ευρήματα.
Με λίγα λόγια, η ουσιαστική πρόληψη καρκίνου του μαστού επιτυγχάνεται με τον συνδυασμό μαστογραφίας, κλινικής εξέτασης και άλλων συμπληρωματικών εξετάσεων.
Πότε ξεκινά ο προσυμπτωματικός έλεγχος;
Σύμφωνα με κατευθυντήριες οδηγίες των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, κάθε γυναίκα πρέπει να έχει την πρώτη κλινική εξέταση μαστού από ειδικό μαστολόγο στα 30 έτη, ώστε να εκτιμηθεί και να προσδιοριστεί η ομάδα κινδύνου στην οποία ανήκει, καθορίζοντας έτσι την παρακολούθησή της. Οι ασθενείς διαχωρίζονται σε χαμηλού και υψηλού κινδύνου:
Ff Χαμηλού κινδύνου: Έναρξη στα:
• 40-45: ανά έτος ή διετία μαστογραφία και κλινική εξέταση.
• 45-54: ανά έτος μαστογραφία και κλινική εξέταση.
• >55: ανά έτος ή διετία μαστογραφία και κλινική εξέταση ανάλογα.
• >70: ανά διετία μαστογραφία και κλινική εξέταση.
Ff Υψηλού κινδύνου (ασθενείς φορείς γονιδιακών μεταλλάξεων, με θετικό οικογενειακό ιστορικό, με ιστορικό προηγηθείσας ακτινοβολίας θωρακικού τοιχώματος, με παρουσία αλλοιώσεων υψηλής επικινδυνότητας ALH, ADH, LCIS κ.ο.κ.):
1. Μαστογραφία ανά έτος.
2. Υπερηχογράφημα μαστών και κλινική εξέταση ανά εξάμηνο.
3. MRI μαστογραφία επί ενδείξεων ή ετήσια.
Μέχρι ποια ηλικία εφαρμόζεται ο προσυμτωματικός έλεγχος;
Η American Cancer Society συνιστά στις υγιείς γυναίκες άνω των 75 μαστογραφία ανά διετία εφόσον το προσδόκιμο ζωής τους είναι 10 χρόνια ή περισσότερο.
Μπορούμε να υπολογίσουμε τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού;
Στις μέρες μας, έχουν διαμορφωθεί στατιστικά μοντέλα που, συνυπολογίζοντας τους παράγοντες κινδύνου (ηλικία, αυξημένος δείκτη μάζας σώματος, ιστορικό καρκίνου μαστού, πυκνός μαστός, ορμονικά υποκατάστατα κ.λπ.) καταλήγουν στον προσδιορισμό συνολικού κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του μαστού κατά τη διάρκεια της ζωής, εξατομικευμένα (Gail Model, Tyrer-Cuzek, BRCAPRO, Myriad κ.λπ.).
Υπάρχει παρεμβατική πρόληψη;
Ναι. Μπορούν να ληφθούν επιπλέον μέτρα για τη μείωση του κινδύνου σε ασθενείς υψηλής επικινδυνότητας. Αυτό μπορεί να γίνει φαρμακευτικά και χειρουργικά:
- Φαρμακευτικά, με τη χρήση στεροειδών αντιοιστρογόνων (Aromasin-Exemestane) και μη στεροειδών αντιοιστρογόνων (Tamoxifene, Raloxifen).
- Χειρουργικά, είναι εφικτό να μειωθεί ο κίνδυνος καρκίνου του μαστού σε ασθενείς υψηλού και μέτριου κινδύνου μέσω της προφυλακτικής μαστεκτομής. Σε αυτήν την περίπτωση ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου μειώνεται σε ποσοστό 95%-98%. Η προφυλακτική μαστεκτομή, που περιλαμβάνει την απλή μαστεκτομή, την υποδόρια μαστεκτομή με διατήρηση του δέρματος, καθώς και τη μαστεκτομή με διατήρηση της θηλής, μπορούν να πραγματοποιηθούν με ταυτόχρονη αποκατάσταση του μαστού στον ίδιο χρόνο, προσφέροντας τη δυνατότητα στη γυναίκα να βγει από το χειρουργείο με μαστούς περιορίζοντας την ψυχολογική δυσκολία μιας ακρωτηριαστικής επέμβασης.
Συμπερασματικά, όπως η σύγχρονη χειρουργική θεραπεία του μαστού είναι εξατομικευμένη, έτσι και η πρόληψη. Κάθε άτομο αποτελεί μοναδική οντότητα, με ιδιαίτερα γενετικά, φυλετικά χαρακτηριστικά, με διαφορετικό περιβάλλον και συμπεριφορά που θα καθορίσουν το συνολικό του προφίλ και κατ’ επέκταση την ατομική του δυναμική στην ανάπτυξη μιας ασθένειας. Για τον λόγο αυτό, ακόμη κι αν υπάρχουν κατευθυντήριες οδηγίες που αφορούν στον γενικό πληθυσμό, ο θεράπων ιατρός θα προσεγγίσει τον κάθε ασθενή σαν μια ξεχωριστή περίπτωση.
Είναι σημαντικό οι ασθενείς να γνωρίζουν ότι η μαστογραφία πρέπει πάντα να συνδυάζεται με κλινική εξέταση από ειδικό μαστολόγο, που θα αξιολογήσει και θα αποφασίσει αν είναι αναγκαίος ο συμπληρωματικός έλεγχος.