Λαπαροσκοπική χειρουργική-Ο ρόλος της στη γυναικολογία
Από τους Γιώργο Πολίτη, Χρήστο Μαρουδή, Γιάννη Κουτουκό,
Μαιευτήρες - Γυναικολόγοι, Ειδικοί στη Λαπαροσκοπική και Eνδοσκοπική Χειρουργική, Επιστημονικοί Συνεργάτες ΜΗΤΕΡΑ
Αυξάνονται συνεχώς οι περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η λαπαροσκοπική χειρουργική, με μεγαλύτερα οφέλη για τους ασθενείς σε σχέση με το κλασικό ανοιχτό χειρουργείο. Αντίστοιχα, και στη γυναικολογία, η επέμβαση λαπαροσκοπικά προτιμάται σε μια σειρά περιπτώσεις χάρη στα πλεονεκτήματά της.
Η λαπαροσκοπική χειρουργική είναι μια σύγχρονη ιατρική τεχνική, η οποία πρωτοξεκίνησε πριν από αρκετές δεκαετίες στα χέρια γυναικολόγων καλύπτοντας διαγνωστικές, αλλά και θεραπευτικές ανάγκες, και βρίσκει εφαρμογή σε πολλές χειρουργικές ειδικότητες τα τελευταία χρόνια. Σκοπός της είναι η επίτευξη του ίδιου ή και καλύτερου διαγνωστικού και θεραπευτικού αποτελέσματος με αυτό της κλασικής ανοιχτής χειρουργικής, διά μέσου τομής στην κοιλιακή χώρα.
Η συμβατική ανοιχτή μέθοδος χρησιμοποιεί τομές μήκους δέκα περίπου εκατοστών (10 εκ.) ή και μεγαλύτερες, οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα στο χειρουργό να δει με γυμνό μάτι τα εσωτερικά όργανα και να χρησιμοποιείται τα χέρια του για να πραγματοποιήσει τη χειρουργική θεραπεία που επιθυμεί, όπως για παράδειγμα η αφαίρεση της μήτρας,ινομυωμάτων και ενδομητρίωσης στον τομέα της γυναικολογίας. Οι τομές αυτές συγκλίνουν στο τέλος της επέμβασης συνήθως με χειρουργικά ράμματα.
Ο ι δ ι α φ ο ρ έ ς
Στη λαπαροσκοπική χειρουργική δε γίνονται τέτοιου είδους μεγάλες τομές, αλλά μόνο μικρές, συνήθως μισού με ένα εκατοστό (0,5 - 1 εκ.). Διά μέσου αυτών πραγματοποιείται η επέμβαση με ειδικά χειρουργικά εργαλεία και η εικόνα προβάλλεται μέσω κάμερας σε οθόνες. Τα προτερήματα αυτής της μεθόδου είναι η μεγεθυσμένη υψηλής ευκρίνειας εικόνα, η οποία δίνει τη δυνατότητα στο χειρουργό να κάνει τη διάγνωση παθήσεων με ακρίβεια και να τις θεραπεύσει καλύτερα.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού είναι η περίπτωση της ενδομητρίωσης. Η ενδομητρίωση αποτελεί συχνή σχετικά πάθηση του γυναικείου πληθυσμού, καθώς περίπου μία στις επτά γυναίκες αναπτύσσει μικρές ή μεγάλες εναποθέσεις ενδομητρικού ιστού (του ιστού δηλαδή που αποπίπτει από τη μήτρα κάθε μήνα για να εμφανιστεί η περίοδος στον κόλπο) στα εσωτερικά όργανα της κοιλιακής της χώρας.
Το αποτέλεσμα είναι ο πόνος στην περίοδο, στη σεξουαλική επαφή και στη μέση και ενίοτε η υπογονιμότητα. Με τη λαπαροσκοπική προσέγγιση η διάγνωση και η θεραπεία γίνονται με μεγαλύτερη επιτυχία, ακόμα και σε μικρότερης έκτασης ενδομητρίωση, όπου με τα ανοιχτά χειρουργεία δε θα είχε η διάγνωση και συνεπώς η θεραπεία, με αποτέλεσμα οι νεαρές συνήθως κοπέλες να υποφέρουν για χρόνια και να έχουν προβλήματα γονιμότητας, που θα μπορούσαν να έχουν λυθεί με τη λαπαροσκοπική αντιμετώπιση του προβλήματος.
Τ α ε π ι π λ έ ο ν ο φ έ λ η
Εκτός όμως της καλύτερης χειρουργικής εικόνας, η λαπαροσκόπηση στη γυναικολογία φέρει άμεσα πλεονεκτήματα στην ασθενή (κατά τη διάρκεια του χειρουργείου και της νοσηλείας της), αλλά και μακροπρόθεσμα και έμμεσα (μέσω αποφυγής συμφύσεων). Ο μετεγχειρητικός πόνος είναι κατά πολύ μειωμένος, με αποτέλεσμα η ασθενής να μπορεί να βγει από το νοσοκομείο και να μεταβεί στο σπίτι της την ίδια ή την επόμενη μέρα του χειρουργείου (ανεξαρτήτως σοβαρότητας), σε αντίθεση με τις 3 έως 7 ημέρες παραμονής στο νοσοκομείο μετά το κλασικό χειρουργείο. Η ανάρρωση της ασθενούς στο σπίτι και η επιστροφή της στην εργασία της γίνονται επίσης πιο γρήγορα. Το λαπαροσκοπικό χειρουργείο είναι εξίσου ασφαλές και συνοδεύεται από λιγότερη απώλεια αίματος σε σύγκριση με το ανοιχτό. Λόγω των μικρών τομών στην κοιλιά, αποφεύγεται η εκτεταμένη τοπική αντίδραση των ιστών και συνεπώς δημιουργούνται λιγότερες μετεγχειρητικές συμφύσεις.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις είναι χαρακτηριστικές στην αφαίρεση των ινομυωμάτων της μήτρας, καλοηθών όγκων που παρατηρούνται μέχρι και σε μία στις τρεις (1:3) γυναίκες της αναπαραγωγικής ηλικίας και σχετίζονται με βαριές περιόδους και υπογονιμότητα. Η λαπαροσκοπική αφαίρεση των ινομυωμάτων συνεπώς αυξάνει την πιθανότητα τεκνοποίησης και θεραπεύει τις προβληματικές περιόδους, με μικρότερη απώλεια αίματος κατά τη διάρκεια του χειρουργείου και τη δημιουργία λιγότερων συμφύσεων απ’ ό,τι στα ανοιχτά χειρουργεία, με κλασικές (λαπαροτομία), αλλά και μικρότερες ακόμα τομές (μινιλαπαροτομία).
Έχουμε λοιπόν στα χέρια μας μία χειρουργική μέθοδο που τα τελευταία 25 χρόνια εξελίσσεται συνεχώς, παρέχοντας πολλά πλεονεκτήματα στις ασθενείς, ενώ ταυτόχρονα έχει σαφώς ξεπεράσει τα κλασικά χειρουργεία με μεγαλύτερες τομές.