Κυστικά μορφώματα των ωοθηκών στην κύηση-Επιπλοκές και αντιμετώπιση των κυστών
Από τον κ. Ευάγγελο Γκένα,
Μαιευτήρα – Γυναικολόγο, Συνεργάτη Μαιευτηρίου «Λητώ»
Η εξέλιξη της τεχνολογίας στην Ιατρική, ειδικότερα των υπερήχων, καθώς και ο επιβαλλόμενος συχνός απεικονιστικός έλεγχος κατά την περίοδο της κύησης, βοηθούν στην ανίχνευση κυστικών μορφωμάτων.
Περίπου στο 3% των κυήσεων ανευρίσκονται κυστικές μάζες. Το μέγεθός τους ποικίλλει. Οι περισσότερες είναι ? 3 cm, αλλά μπορεί να βρεθούν και κύστεις έως 15cm. Πιο συχνά η ανεύρεσή τους γίνεται στο 1ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Η πιθανότητα κακοήθειας των κυστικών μορφωμάτων στην κύηση είναι μικρή. Το μεγαλύτερο ποσοστό αποτελούν οι απλές λειτουργικές κύστες. Στο 1o τρίμηνο είναι κυρίως κύστεις ωχρού σωματίου, οι οποίες αναμένεται να εξαφανιστούν στην πορεία.
Τα καλοήθη κυστικά μορφώματα των ωοθηκών, εκτός των λειτουργικών κύστεων, μπορεί να είναι: ενδομητριωσικές κύστεις, ορώδη, βλεννώδη κυσταδενώματα, δερμοειδείς κύστεις, σπανίως εχινοκοκκικές κύστεις κ.λ.π.
Το υπερηχογράφημα είναι η πιο φθηνή, εύκολη και αξιόπιστη, διαγνωστική μέθοδος, χωρίς κινδύνους για την επίτοκο και το έμβρυο. Βοηθά στην ανεύρεση, την αξιολόγηση και την παρακολούθηση των κυστικών μορφωμάτων, καθώς και στην διαφοροδιάγνωση καλοήθων από κακοήθεις κύστεις.
Τον απλό υπερηχογραφικό έλεγχο έρχεται να συμπληρώσει η έγχρωμη Doppler υπερηχογραφία με τη μέτρηση των αντιστάσεων ροής των αγγείων (RI, PI), βελτιώνοντας σημαντικά την προγνωστική αξία και ακρίβεια της διάγνωσης.
Η μαγνητική (MRI) τομογραφία αποτελεί μία ακόμα απεικονιστική μέθοδο, η οποία μπορεί να δώσει αξιόπιστα αποτελέσματα και πληροφορίες για τα κυστικά μορφώματα της ωοθήκης, κατά την κύηση χωρίς κίνδυνο.
Ο συνδυασμός MR1 και υπερηχογραφήματος είναι ακριβέστερος στη διάγνωση των κυστικών μορφωμάτων και στην εντόπιση της θέσης τους. Θεωρείται απαραίτητος για την προεγχειρητική αξιολόγησή τους.
Οι περισσότερες έγκυοι είναι κλινικά ασυμπτωματικές τη στιγμή της ανεύρεσης του κυστικού μορφώματος. Η διάγνωση γίνεται τυχαία από το συνήθη υπερηχογραφικό έλεγχο της κύησης.
Συνιστάται αρχικά η συντηρητική αντιμετώπισή τους με παρακολούθηση. Περισσότερο από 50% αυτών θα απορροφηθούν ή θα μειωθεί το μέγεθός τους.
Όταν όμως τα κυστικά μορφώματα είναι μεγάλου μεγέθους και επιμένουν ή αυξάνονται μετά το 1ο τρίμηνο της κύησης, τίθεται το θέμα της τακτικότερης παρακολούθησής τους και πιθανής αντιμετώπισής τους.
Εξάλλου, υπάρχει και ο κίνδυνος των επιπλοκών που μπορεί να οδηγήσουν σε χειρουργική αντιμετώπιση επειγόντως.
Επιπλοκές
Συστροφή του κυστικού μορφώματος (πιο συχνό φαινόμενο σε μεγάλες κύστες ωχρού σωματίου, δερμοειδείς).
Ρήξη.
Αιμορραγία.
Κεφαλοπυελική δυσαναλογία (κατά τη διάρκεια του τοκετού – συνήθως ορώδεις κύστεις).
Αντιμετώπιση
Όσο η διάμετρος των κύστεων παραμένει έως 6 cm και εφόσον εξασφαλίσουμε στο μέγιστο δυνατό ότι είναι καλοήθεις, πρέπει κατά τη διάρκεια της κύησης να αντιμετωπίζονται συντηρητικά, με παρακολούθηση, λόγω της μεγάλης πιθανότητας εξαφάνισής τους στην πορεία.
Η άποψη που κυριαρχεί είναι να αφαιρείται, εφόσον όμως το κυστικό μόρφωμα επιμένει ή μεγαλώνει η άποψη κατά τη 16η εβδομάδα της κύησης. Η εξαίρεσή του μπορεί, να γίνει λαπαροσκοπικά ή με λαπαροτομία.
Eαν από τον έλεγχο διαπιστώσουμε ότι το κυστικό μόρφωμα είναι κακόηθες, η αντιμετώπιση εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά του όγκου (ιστολογικός τύπος, στάδιο), την ηλικία της κύησης και την επιθυμία διατήρησης της.
Η χειρουργική επέμβαση, εφόσον επιτρέπεται, θα πρέπει να διενεργείται όσο πιο αργά γίνεται, ώστε το έμβρυο να είναι βιώσιμο.
Η αντιμετώπιση της κάθε περίπτωσης όμως είναι ξεχωριστή.
Ο τακτικός γυναικολογικός έλεγχος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αλλά και ανεξάρτητα από αυτήν, είναι στην ουσία η καλύτερη πρόληψη, γεγονός που έχει γίνει συνειδητό τα τελευταία χρόνια.