Εξάψεις & κολπική ξηρότητα-Η βιολογική αντιμετώπιση της γυναίκας στην εμμηνόπαυση
Από την κα Σπυριδούλα Ψαρρού,
Μαιευτήρα - Γυναικολόγο, Συνεργάτη Μαιευτηρίου «Λητώ»
Η εμμηνόπαυση είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο στη ζωή της γυναίκας, το οποίο συχνά χαρακτηρίζεται από μια ποικιλία συμπτωμάτων που επιβαρύνουν τη ψυχολογική της κατάσταση και επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα της ζωής της.
Οι εξάψεις παρατηρούνται σε ένα ποσοστό γύρω στο 75% των γυναικών που μπαίνουν στην περίοδο της εμμηνόπαυσης. Από τις γυναίκες αυτές, το 82% ταλαιπωρείται από εξάψεις για χρονικό διάστημα άνω του ενός έτους, ενώ το 25-50%, παραπονιούνται για τα συμπτώματα αυτά για περισσότερο από 5 έτη. Οι πιο πολλές γυναίκες αναφέρουν ότι αυτές οι εξάψεις ξεκινούν με την αίσθηση έντονης πίεσης στο κεφάλι, η οποία σταδιακά αυξάνεται και παίρνει τη μορφή αίσθησης θερμότητας στο θώρακα, στο λαιμό και στο κεφάλι, που συχνά συνδυάζεται με αίσθημα παλμών και εφίδρωση.
Η διάρκεια αυτών των επεισοδίων ποικίλλει έχοντας ένα μέσον όρο γύρω στα 4 λεπτά, ενώ η συχνότητα κυμαίνεται από 1-2 την ώρα σε 1-2 την εβδομάδα.
Τα συμπτώματα αυτά έχει δειχθεί ότι προκαλούνται από πραγματικές μεταβολές της αγγειοδιαστολής στο δέρμα, από μείωση της κεντρικής θερμοκρασίας και αύξηση του καρδιακού ρυθμού. Ο ακριβής μηχανισμός που είναι υπεύθυνος για τις εξάψεις δεν είναι γνωστός. Φαίνεται ότι ορμονικοί παράγοντες επιδρούν στο κεντρικό θερμορρυθμιστικό κέντρο του οργανισμού, που βρίσκεται στον υποθάλαμο. Πιστεύεται οτι ο μηχανισμός είναι ενδοκρινολογικός και σχετίζεται είτε με τη μείωση των οιστρογόνων, είτε με την αύξηση της έκκρισης από την υπόφυση των γοναδοτροπινών που συμβαίνει κατά την εμμηνόπαυση.
Εκτός από τα παραπάνω, μια από τις βασικές ενοχλήσεις των γυναικών στην περίοδο της εμμηνόπαυσης, είναι η κολπική ξηρότητα. Η ελάττωση των οιστρογόνων συνεπάγεται σταδιακά την ατροφία του κολπικού επιθηλίου με αποτέλεσμα την αλλαγή του Ph του κόλπου, την ευαισθησία σε βακτηριακές κολπίτιδες, το αίσθημα καύσου και κνησμού, τη λευκόρροια και τη δυσπαρεύνια.
Κοινός παρονομαστής λοιπόν στις ενοχλήσεις αυτές, είναι η αλλαγή του status των οιστρογόνων στον γυναικείο οργανισμό. Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, η οποία ουσιαστικά έγκειται στη χορήγηση συνδυασμού οιστρογόνων και προγεστινών, φαίνεται ότι είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων στη μεταβατική περίοδο μετά την εμμηνόπαυση.
Βεβαίως, αυτή η θεραπεία εξατομικεύεται και δίνεται πάντα μόνο μετά από σχολαστική γυναικολογική και ενδοκρινολογική εξέταση, εκτίμηση των δεδομένων από το ιστορικό και τις εργαστηριακές εξετάσεις της γυναίκας, και βασικό σκοπό έχει τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής της με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Σε ό,τι αφορά τις εξάψεις, έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί οι βιταμίνες Ε και Κ, συμπληρώματα μετάλλων καθώς και ήπια αντικαταθλιπτικά φάρμακα.
Για την κολπική ξηρότητα από την άλλη πλευρά, βοήθεια προσφέρει η χρήση ενδοκολπικών θεραπειών: κρεμών ή κολπικών υπόθετων που περιέχουν οιστρογόνα.
Εξάλλου, τοπικά σκευάσματα με ενυδατικούς παράγοντες, όπως το υαλουρονικό νάτριο, χρησιμοποιούνται με σκοπό τη βελτίωση της υγρασίας του κόλπου και την ανακούφιση του κολπικού επιθηλίου από τις ατροφικές κολπίτιδες.
Συμπερασματικά λοιπόν θα λέγαμε ότι με τα θεραπευτικά μέσα που προαναφέραμε, είναι δυνατόν να αμβλυνθούν σημαντικά τα ενοχλητικά πρώιμα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης που συχνά αναστατώνουν τη ζωή της γυναίκας. Θα ήταν όμως παράλειψη να μην τονίσουμε τον καθοριστικό ρόλο που παίζει η στήριξη της γυναίκας από το περιβάλλον της και ιδιαίτερα από τον σύντροφό της, σε αυτήν τη δύσκολη περίοδο της ζωής της. Στα πλαίσια μιας τέτοιας στήριξης, τα προβλήματα που αναλύσαμε παραπάνω γίνονται σταδιακά μια μεταβατική βιωματική κατάσταση, που το ζευγάρι την αντιμετωπίζει ενωμένο και όχι μια βιολογική εμπειρία που ζει μοναχικά η γυναίκα.