Πρωτόκολλο υπερηχογραφικής εξέτασης
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΥΗΣΗ ΧΑΜΗΛΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Εισαγωγή
Η υπερηχογραφική εξέταση αποτελεί σημαντικό στοιχείο του προγεννητικού ελέγχου που πρέπει να προσφέρεται σε κάθε έγκυο. Η εξέταση οφείλει να γίνεται από εξειδικευμένο προσωπικό που ακολουθεί συγκεκριμένο πρωτόκολλο συμβατό με τις επιταγές της διεθνούς βιβλιογραφίας και να συνοδεύεται από ανάλογη συμβουλευτική προς τους μέλλοντες γονείς.
Το ακόλουθο πρωτόκολλο περιλαμβάνει τις προϋποθέσεις εκτέλεσης της υπερηχογραφικής εξέτασης (εκπαίδευση του ιατρού, συνεχιζόμενη ενημέρωση, καταγραφή και αποθήκευση δεδομένων) και παρουσιάζει αναλυτικά τις υπερηχογραφικές τομές που είναι απαραίτητες για την επαρκή απεικόνιση. Επίσης δίνει έμφαση στις δυνατότητες της υπερηχογραφικής εξέτασης για τη διάγνωση εμβρυϊκών ανωμαλιών.
Η ειδική παρακολούθηση σε περιπτώσεις προβλημάτων που είτε προϋπάρχουν είτε προκύπτουν στη διάρκεια της κύησης (προϋπάρχουσα νόσος της μητέρας, σακχαρώδης διαβήτης κύησης, υπερτασική νόσος κύησης) δεν περιλαμβάνεται στους στόχους του παρόντος πρωτοκόλλου.
Τα υπερηχογραφήματα της κύησης διακρίνονται σε βασικά και ειδικά υπερηχογραφήματα.
Το βασικό υπερηχογράφημα της κύησης
Οι ενδείξεις και οι στόχοι τού βασικού υπερηχογραφήματος περιλαμβάνονται στον πίνακα 1. Το υπερηχογράφημα αυτό διενεργείται από ιατρό που διαθέτει τη βασική εκπαίδευση για διενέργεια υπερήχων, όπως αυτή παρέχεται στη διάρκεια του χρόνου ειδικότητας ή/και στην εξάμηνη ειδική εκπαίδευση μετά την απόκτηση τίτλου ειδικότητας.
Στην αρχόμενη κύηση η καρδιακή λειτουργία πρέπει να είναι ορατή σε έμβρυο ίσο ή μεγαλύτερο των 5mm, ενώ εμβρυϊκός πόλος πρέπει να είναι ορατός εφόσον ο εμβρυϊκός σάκκος είναι ίσος ή μεγαλύτερος των 30mm. Η μη απεικόνιση εμβρυϊκού πόλου σε διαδοχικές υπερηχογραφικές εξετάσεις με μεσοδιάστημα 1 εβδομάδας είναι διαγνωστική παλίνδρομης κύησης, ακόμη και εάν η μέγιστη διάμετρος του σάκκου είναι μικρότερη των 30mm.1
Η χρονολόγηση της κύησης βασίζεται στην τελευταία έμμηνη ρύση. Εφόσον η έγκυος δεν είναι βέβαιη, ο κύκλος είναι ασταθής, η σύλληψη έγινε στη διάρκεια του θηλασμού ή πολύ σύντομα (λιγότερο του τριμήνου) μετά από προηγούμενη κύηση ή σύντομα μετά τη διακοπή αντισυλληπτικής αγωγής, όπως και εάν υπάρχει διαφορά μεταξύ της υπερηχογραφικής και ημερολογιακής ηλικίας μεγαλύτερη των 7 ημερών, η κύηση χρονολογείται με βάση το υπερηχογράφημα.2,3 Η υπερηχογραφική χρονολόγηση είναι αξιόπιστη μέχρι την 24η εβδομάδα κύησης. Σε αυτά τα πλαίσια προτιμάται η χρονολόγηση με βάση το κεφαλουραίο μήκος για κύηση έως 13 εβδομάδες ενώ από τις 14 εβδομάδες και μετά η χρονολόγηση είναι προτιμότερο να βασίζεται στην αμφιβρεγματική διάμετρο ή την περίμετρο κεφαλής.2,3 Οι μετρήσεις της περιμέτρου κοιλιάς και του μηριαίου οστού είναι προτιμότερο να μην λαμβάνονται υπόψη στη χρονολόγηση γιατί επηρεάζονται περισσότερο από το ρυθμό ανάπτυξης του εμβρύου. Εάν δεν υπάρχει αξιόπιστη χρονολόγηση σε κύηση τρίτου τριμήνου χωρίς προηγούμενο υπερηχογραφικό έλεγχο και με άγνωστη τελευταία έμμηνο ρύση, η χρονολόγηση βασίζεται πάλι στην αμφιβρεγματική διάμετρο ή στην περίμετρο κεφαλής και επιβεβαιώνεται με υπερηχογραφικό επανέλεγχο σε 2 εβδομάδες.
Στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο ελέγχεται η θέση του πλακούντα σε σχέση με το έσω τραχηλικό στόμιο. Η διάγνωση της χαμηλής πρόσφυσης του πλακούντα γίνεται στο τρίτο τρίμηνο.
Η υποκειμενική εκτίμηση του αμνιακού υγρού είναι αξιόπιστη εφόσον γίνεται από έμπειρο υπερηχογραφιστή. Αντικειμενικοί δείκτες εξέτασης του αμνιακού υγρού (βαθύτερη λίμνη, δείκτης αμνιακού υγρού/AFI) μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο τρίτο τρίμηνο.
Η βιομετρία του εμβρύου περιλαμβάνει ανάλογα με την ηλικία κύησης τις εξής μετρήσεις: κεφαλουραίο μήκος, αμφιβρεγματική διάμετρο, περίμετρο κεφαλής, περίμετρο κοιλιάς και μήκος μηριαίου οστού.
Εάν στα πλαίσια του βασικού υπερηχογραφήματος υπάρξει υποψία μη βιώσιμης κύησης, διαταραχής της ανάπτυξης του εμβρύου, διαταραχής του αμνιακού υγρού ή εμβρυϊκής ανωμαλίας συνιστάται παραπομπή σε εξιεδικευμένο υπερηχογραφιστή.
Ειδικά Υπερηχογραφήματα
Στα ειδικά υπερηχογραφήματα περιλαμβάνονται το υπερηχογράφημα των 11-14 εβδομάδων και το υπερηχογράφημα Β’ επιπέδου.
Το υπερηχογράφημα των 11-14 εβδομάδων
Το υπερηχογράφημα των 11-14 εβδομάδων (μέτρηση αυχενικής διαφάνειας και έλεγχος β-hCG και PAPP-A στο μητρικό αίμα) πρέπει να προτείνεται σε όλες τις έγκυες και αποτελεί την καλύτερη μέθοδο διαλογής πληθυσμού για το σύνδρομο Down.4,5 Σε περιπτώσεις που η εγκυμοσύνη έχει υπερβεί τη 14η εβδομάδα πρέπει να προταθεί το Αλφα τεστ (έλεγχος βιοχημικών δεικτών δευτέρου τριμήνου στο μητρικό αίμα).
Βασικοί στόχοι αυτού του υπερηχογραφήματος είναι η εκτίμηση της πιθανότητας χρωμοσωμικής ανωμαλίας και ο έλεγχος της εμβρυϊκής ανατομίας.6-8 Εάν σε μία κύηση το υπερηχογράφημα των 11-14 εβδομάδων είναι η πρώτη υπερηχογραφική εξέταση, γίνεται ταυτόχρονα επιβεβαίωση της ηλικίας κύησης. Σε περιπτώσεις πολυδύμων κυήσεων επιβάλεται επίσης η
εκτίμηση της χοριονικότητας με την εξέταση των σημείων Λ και Τ για τις διχοριακές και μονοχοριακές κυήσεις αντίστοιχα.9
Η εκτίμηση της πιθανότητας χρωμοσωμικής ανωμαλίας βασίζεται στο συνδυασμό υπερηχογραφικών και βιοχημικών δεικτών, ώστε να επιτυγχάνεται ευαισθησία τουλάχιστον 85% με ειδικότητα τουλάχιστον 95% για την ανίχνευση του συνδρόμου Down. Η εκτίμηση της πιθανότητας χρωμοσωμικής ανωμαλίας με αυτή τη μέθοδο προσφέρει τον καλύτερο συνδυασμό ευαισθησίας / ειδικότητας και πρέπει να αποτελεί εξέταση ρουτίνας σε κάθε κύηση. Η απόφαση για επεμβατικό έλεγχο του καρυότυπου λαμβάνεται με βάση τα αποτελέσματα του υπερηχογραφήματος 11-14 εβδομάδων.4
Στο υπερηχογράφημα των 11-14 εβδομάδων γίνεται καταγραφή της καρδιακής συχνότητας, μέτρηση του κεφαλουραίου μήκους του εμβρύου, μέτρηση της αυχενικής διαφάνειας σύμφωνα με τις οδηγίες του Fetal Medicine Foundation και έλεγχος της εμβρυϊκής ανατομίας (Πίνακας 2).7 Το υπερηχογράφημα των 11-14 εβδομάδων πρέπει να γίνεται από εξειδικευμένους υπερηχογραφιστές με πιστοποίηση από το Fetal Medicine Foundation (FMF) και οι οποίοι συμμετέχουν σε συνεχή ετήσιο έλεγχο των αποτελεσμάτων τους για ανανέωση της αδειοδότησής τους. Η σχετική άδεια χορηγείται από το FMF μετά από εξετάσεις και είναι αυστηρά προσωπική. Το όνομα του ιατρού και ο αριθμός της αδείας του πρέπει να είναι τυπωμένα στην έκθεση του ελέγχου 1ου τριμήνου.
Οι βιοχημικοί δείκτες (f-βhCG, PAPP-A) πρέπει να ελέχονται με μέθοδο συμβατή με το λογισμικό υπολογισμού πιθανότητας που χρησιμοποιείται (στην περίπτωση του λογισμικού του FMF, Kryptor ή Delfia ή Roche). Είναι επιθυμητό ο βιοχημικός έλεγχος να διενεργείται από εργαστήριο με αντίστοιχη πιστοποίηση και συνεχή ετήσιο έλεγχο των αποτελεσμάτων του.
Ο έλεγχος των λοιπών υπερηχογραφικών δεικτών για τρισωμία (ρινικό οστό, ροή στην τριγλώχινα βαλβίδα, ροή στο φλεβώδη πόρο και μέτρηση της γωνίας του προσώπου) είναι προαιρετικός και πρέπει να γίνεται μόνο από
ιατρούς με εξειδίκευση στον προγεννητικό έλεγχο, σχετική πιστοποίηση και δυνατότητα συμβουλευτικής στην έγκυο.10 Η ευθύνη της επεξήγησης της σημασίας των αποτελεσμάτων ανήκει τόσο στον ιατρό που διενεργεί την υπερηχογραφική εξέταση όσο και στον θεράποντα ιατρό. Η αξία αυτών των υπερηχογραφικών δεικτών έγκειται κυρίως στη μείωση του ποσοστού των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων ενώ διατηρείται η υψηλή ευαισθησία της μεθόδου.
Ο έλεγχος της εμβρυϊκής ανατομίας είναι εξίσου σημαντικός με την εκτίμηση της πιθανότητας χρωμοσωμικής ανωμαλίας. Το πρωτόκολλο εξέτασης της ανατομίας στο πρώτο τρίμηνο συνοψίζεται στον Πίνακα 2. Προοπτικές μελέτες έχουν δείξει ότι περί το 40% των σοβαρών ανατομικών ανωμαλιών του εμβρύου μπορούν να διαγνωσθούν στο υπερηχογράφημα των 11-14 εβδομάδων.8,11
Το υπερηχογράφημα Β’ επιπέδου
Η εξέταση της ανατομίας του εμβρύου στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης, γνωστή και ως εξέταση Β επιπέδου, είναι αναμφίβολα μια από τις σημαντικότερες υπερηχογραφικές εξετάσεις στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Τα περισσότερα συστήματα υγείας προσφέρουν το υπερηχογράφημα αυτό στο πλαίσιο του βασικού προγεννητικού ελέγχου και έχουν θεσπίσει οδηγίες για την εκτέλεση του. Στο παρόν άρθρο θα κάνουμε μία σύνοψη για τα χαρακτηριστικά του υπερηχογραφήματος Β επιπέδου.
Tα βασικά ερωτήματα είναι τα εξής:
1. Ποιος είναι ο σκοπός του υπερηχογραφήματος
2. Ποιες έγκυες γυναίκες θα πρέπει να κάνουν αυτή την εξέταση
3. Σε ποια ηλικία κύησης θα πρέπει να γίνει αυτή η εξέταση
4. Ποιος θα πρέπει να διενεργεί αυτή την εξέταση
5. Πώς θα πιστοποιηθούν τα ευρήματα
6. Ποιες είναι οι απαραίτητες απεικονιστικές τομές
7. Ποιο το ποσοστό των ανωμαλιών που μπορεί να ανιχνευθεί
1. Ο σκοπός του αναλυτικού υπερηχογραφήματος του δευτέρου τριμήνου είναι η συλλογή διαγνωστικών πληροφοριών για την βελτίωση του προγεννητικού ελέγχου ώστε να έχουμε τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για τη μητέρα και το έμβρυο.12,13
Οι βασικότεροι στόχοι του υπερηχογραφήματος Β επιπέδου είναι ο έλεγχος της ανατομίας του εμβρύου, της θέσης του πλακούντα και της ποσότητας του αμνιακού υγρού. Συμπληρωματικά μπορεί να εξεταστεί η ροή του αίματος στις μητριαίες αρτηρίες για την πρόβλεψη προεκλαμψίας και ενδομήτριας καθυστέρησης της ανάπτυξης του εμβρύου καθώς και το μήκος του τραχήλου της μήτρας για την πρόβλεψη της πιθανότητας πρόωρου τοκετού. Σε περίπτωση πολύδυμης κύησης και εφόσον δεν έχει γίνει εκτίμηση χοριονικότητας από το πρώτο τρίμηνο, η εξέταση Β’ επιπέδου μπορεί να παρέχει χρήσιμες πληροφορίες (φύλο εμβρύων, θέση πλακούντων, παραμονή σημείου λάμδα). Η χρονολόγηση της κύησης γίνεται στο υπερηχογράφημα Β’ επιπέδου μόνο εάν δεν υπάρχει προηγούμενο υπερηχογράφημα το οποίο παρέχει ακριβέστερο υπολογισμό.
2. Μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι το 90% των εμβρύων με συγγενείς ανατομικές ανωμαλίες θα γεννηθούν από μητέρες χωρίς παράγοντες κινδύνου, συνεπώς όλες οι έγκυες θα πρέπει να υποβάλλονται στο αναλυτικό υπερηχογράφημα του δευτέρου τριμήνου.14
3. Η εξέταση έχει καθιερωθεί να γίνεται μεταξύ των 20 και 24 εβδομάδων κύησης ώστε να το έμβρυο να είναι αρκετά ανεπτυγμένο για να μπορεί να εκτιμηθεί ικανοποιητικά η ανατομία και να διευκολυνθεί ο ταυτόχρονος έλεγχος της ροής του αίματος στις μητριαίες αρτηρίες και ο έλεγχος του μήκους του τραχήλου της μήτρας. Σε κάποιες περιπτώσεις η εξέταση μπορεί να γίνει νωρίτερα, ειδικά αν υπάρχουν ευρήματα από το υπερηχογράφημα του πρώτου τριμήνου ή από το μαιευτικό ιστορικό. 12
4. Ο γιατρός που εκτελεί την εξέταση θα πρέπει να έχει γνώση της ανατομίας και της φυσιολογίας του εμβρύου ώστε να μπορεί να διαγνώσει την αντίστοιχη παθολογία. Για το σκοπό αυτό απαιτείται εκπαίδευση και συνεχιζόμενη ενημέρωση, η οποία θα πρέπει να πιστοποιείται καταλλήλως. Τα κριτήρια καταλληλότητας για τους εκτελούντες το υπερηχογράφημα Β’ επιπέδου συνίστανται στην επαρκή βασική θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση, τη συνεχιζόμενη ενημέρωση, τον ικανοποιητικό αριθμό των εκτελούμενων υπερηχογραφημάτων, την παραπομπή για υποψία ανωμαλίας και τον τακτικό έλεγχο ποιότητας.15 Ο χρόνος που αφιερώνεται στην εξέταση θα πρέπει να είναι επαρκής ώστε να εξεταστούν οι απαιτούμενες ανατομικές δομές. Σε πρόσφατη αναφορά από ομάδα εργασίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας αναφέρεται ότι παγκοσμίως αρκετές υπερηχογραφικές εξετάσεις πραγματοποιούνται από άτομα με μικρή ή καθόλου επίσημη εκπαίδευση στο αντικείμενο.16 Ωστόσο, έχει διαπιστωθεί ότι άτομα που διαθέτουν την απαιτούμενη διαπίστευση επάρκειας για το υπερηχογράφημα Β΄ επιπέδου εμφανίζουν μεγαλύτερη συμμόρφωση στις δημοσιευμένες οδηγίες και τα πρότυπα εκτέλεσης μαιευτικών υπερήχων.17
5. Τα ευρήματα της εξέτασης θα πρέπει να πιστοποιούνται με καταγραφή των εικόνων σε χαρτί, φίλμ ή ηλεκτρονικά, ώστε να μπορούν να αναζητηθούν σε κατοπινό χρόνο. Το αρχείο αυτό ακόμα και σε απουσία παθολογίας θα αποδεικνύει την πληρότητα της εξέτασης καθώς αυτή έχει δυναμικό χαρακτήρα. Ο χρόνος αποθήκευσης σχετίζεται με το υπάρχον νομικό πλάισιο που καθορίζει το χρονικό όριο άσκησης δίωξης για ιατρική αμέλεια (επί του παρόντος 5 έτη).
6. Οι απαραίτητες απεικονιστικές τομές για τη βιομετρία του εμβρύου και τον έλεγχο της ανατομίας του περιγράφονται στους Πίνακες 3 και 4 αντίστοιχα. Οι εμβρυϊκές μετρήσεις θα πρέπει να γίνονται με συγκεκριμένο τρόπο και με βάση αυστηρά κριτήρια, ενώ θα πρέπει να πιστοποιούνται με τις κατάλληλες φωτογραφίες. 18
7. Η υπερηχογραφική εξέταση δεν μπορεί να διαγνώσει ή να αποκλείσει το σύνολο των ανατομικών ανωμαλιών του εμβρύου. Μία μεγάλη ανασκόπηση που περιέλαβε 36 μελέτες με περίπου 900,000 έμβρυα έδειξε ότι η συνολική ευαισθησία της υπερηχογραφικής εξέτασης Β’ τριμήνου για τη διάγνωση ανατομικών ανωμαλιών του εμβρύου ήταν 40% με ευρεία διακύμανση από 13% έως 80%.19 Η μεγάλη διακύμανση στις μελέτες αυτές αποδίδεται στο διαφορετικό ορισμό της μείζονος ή ελάσσονος ανωμαλίας, στο αν οι εξετάσεις έγιναν από εξειδικευμένα ή μη άτομα και στην πιστοποίηση των ευρημάτων/ανωμαλιών μετά τη γέννηση. Γενικά όμως, εξετάσεις από εξειδικευμένα άτομα σε τριτοβάθμια κέντρα είχαν μεγαλύτερη διαγνωστική ακρίβεια στην ανίχνευση ανατομικών ανωμαλιών του εμβρύου.20,21 Επιπλέον, η ευαισθησία της ανίχνευσης ανατομικών ανωμαλιών ποικίλει ανάλογα με το εξεταζόμενο σύστημα. Για παράδειγμα, ανωμαλίες του κεντρικού νευρικού συστήματος ή των νεφρών ανιχνεύονται συχνότερα από αυτές της καρδιάς και των μεγάλων αγγείων.22 Η ευαισθησία της υπερηχογραφικής εξέτασης για την ανίχνευση σοβαρών συγγενών ανωμαλιών σε σχέση με τη ανατομική θέση εντόπισης συνοψίζεται στον Πίνακα 3, όπως αναφέρεται από το Βασιλικό Κολλέγιο Μαιευτικής και Γυναικολογίας. 23
Η διαγνωστική ικανότητα της υπερηχογραφικής εξέτασης του β τριμήνου για την ανίχνευση συνδρόμου Down είναι μικρότερη από 50%. Η εξέταση με τη μεγαλύτερη ευαισθησία για την ανίχνευση χρωμοσωμικών ανωμαλιών είναι το υπερηχογράφημα στις 11-14 εβδομάδες με μέτρηση αυχενικής διαφάνειας και έλεγχο βιοχημικών δεικτών. Στο δεύτερο τρίμηνο συχνά ανευρίσκονται ελλάσονες υπερηχογραφικοί δείκτες (όπως οι κύστεις χοριοειδών πλεγμάτων, η υπερηχογενής εστία στην καρδιά, το υπερηχογενές έντερο, η κλινοδακτυλία, το βραχύ μηριαίο ή το βραχύ βραχιόνιο οστό, η ήπια υδρονέφρωση, η κοιλιομεγαλία και η πάχυνση της αυχενικής πτυχής). Οι δείκτες αυτοί έχουν συσχετισθεί ασθενώς με χρωμοσωμικές ανωμαλίες, ωστόσο στην πλειονότητα των περιπτώσεων απαντώνται σε φυσιολογικά έμβρυα. Η αξία αυτών των ευρημάτων, εφόσον είναι μεμονωμένα και ειδικά εάν διαγνωσθούν σε πληθυσμό που έχει ήδη κάνει αξιόπιστο έλεγχο στο πρώτο τρίμηνο, είναι αμφισβητήσιμη και η πιθανότητα χρωμοσωμικής ανωμαλίας αυξάνεται σημαντικά μόνο σε συνδυασμό τουλάχιστον 2 δεικτών.4, 24
Στο υπερηχογράφημα Β επιπέδου είναι επιθυμητή η διακολπική μέτρηση του μήκους του τραχήλου της μήτρας από κατάλληλα εκπαιδευμένο υπερηχογραφιστή, για την προσπάθεια καθορισμού του κινδύνου πρόωρου τοκετού. Υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι η χορήγηση προγεστερόνης σε έγκυες χωρίς παράγοντες κινδύνου για πρόωρο τοκετό και οι οποίες ανιχνεύονται σε πληθυσμιακό έλεγχο να έχουν βραχύ τράχηλο, μειώνει την επίπτωση πολύ πρόωρου τοκετού. 25,26
Η μέτρηση των αντιστάσεων στις μητριαίες αρτηρίες ανιχνεύει πληθυσμό υψηλού κινδύνου για υπερτασική νόσο κύησης/προεκλαμψία/ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης του εμβρύου με πιθανό όφελος την έγκαιρη αναγνώριση της κατάστασης μέσω της συχνότερης παρακολούθησης της ανάπτυξης του εμβρύου και της αρτηριακής πίεσης της μητέρας.27,28
Συμπερασματικά, καθοριστικοί παράγοντες για την ποιότητα της υπερηχογραφικής εξέτασης και την ευαισθησία του υπερηχογραφικού ελέγχου για τη διάγνωση εμβρυϊκών ανωμαλιών είναι η καλή βασική εκπαίδευση και η συνεχιζόμενη ενημέρωση του ιατρού που εκτελεί την εξέταση, ο επαρκής χρόνος εξέτασης και η συμμόρφωση στο πρωτόκολλο εξέτασης. Είναι σημαντικό επίσης να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια ώστε η έγκυος γυναίκα να είναι ενήμερη για τις δυνατότητες και τους περιορισμούς της υπερηχογραφικής εξέτασης.
Το πρωτόκολλο αυτό σκοπό έχει να χρησιμεύσει σαν ένας γενικός οδηγός που περιγράφει τις βασικές και συνήθεις υπερηχογραφικές εξετάσεις και δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως αποκλειστική διαδικασία καθώς ενδέχεται να είναι απαραίτητη διαφοροποίηση στην εξέταση ή στην παρακολούθηση αναλόγως των συνθηκών της κάθε γυναίκας/κύησης.
Πίνακας 1. Ενδείξεις και στόχοι του βασικού υπερηχογραφήματος στην κύηση.
Ενδείξεις |
Άγνωστη ηλικία κύησης |
|
Κοιλιακό άλγος |
|
Κολπική αιμόρροια |
|
Έλεγχος βιωσιμότητας του εμβρύου |
|
Κλινική υποψία ρήξης θυλακίου |
|
Κλινική υποψία ανώμαλης προβολής |
|
Συνυπάρχοντα γυναικολογικά προβλήματα (εξαρτηματικές κύστεις, ινομυώματα) |
Στόχοι |
Επιβεβαίωση ενδομήτριας κύησης |
|
Επιβεβαίωση καρδιακής λειτουργίας |
|
Καθορισμός της ηλικίας κύησης |
|
Εκτίμηση του αμνιακού υγρού |
|
Εκτίμηση της θέσης του πλακούντα |
|
Εκτίμηση της προβολής του εμβρύου στο τρίτο τρίμηνο |
|
Βιομετρία εμβρύου |
Πίνακας 2. Πρωτόκολλο ελέγχου της εμβρυϊκής ανατομίας στο υπερηχογράφημα στις 11-14 εβδομάδες.
Ανατομικές δομές |
Υπερηχογραφικά σημεία |
Κρανίο, εγκέφαλος |
Ακεραιότητα κρανίου, διαχωρισμός ημισφαιρίων, χοριοειδή πλέγματα |
Πρόσωπο |
Ρινικό οστό, άνω και κάτω γνάθος |
Σπονδυλική στήλη |
Διάταξη των σπονδύλων |
Καρδιά |
Εικόνα τεσσάρων κοιλοτήτων (προαιρετική) |
Στομάχι |
Υποηχογενής περιοχή στο άνω αριστερό τμήμα της κοιλιάς |
Κοιλιακό τοίχωμα |
Είσοδος ομφαλίου λώρου |
Ουροδόχος κύστη |
Υποηχογενής δομή στο κέντρο της πυέλου |
Άκρα |
Παρουσία άνω και κάτω άκρων |
Πίνακας 3. Βασικές εμβρυϊκές μετρήσεις στο υπερηχογράφημα Β΄ επιπέδου.
Αμφιβρεγματική διάμετρος κρανίου |
Περίμετρος κεφαλής |
Οπίσθιο κέρας πλάγιας κοιλίας |
Ημισφαίριο εγκεφάλου |
Διαπαρεγκεφαλιδική διάμετρος |
Εύρος παρεγκεφαλιδο-νωτιαίας δεξαμενής εγκεφάλου |
Πάχος αυχενικής πτυχής |
Μήκος ρινικού οστού |
Περίμετρος κοιλιάς |
Μήκος μηριαίου οστού |
Πίνακας 4. Ανατομικές δομές που συνιστάται να απεικονίζονται στο υπερηχογράφημα Β΄ επιπέδου.
ΔΟΜΕΣ |
|
Κρανίο |
Ακεραιότητα κρανίου |
Εγκέφαλος |
Μέση γραμμή, κοιλότητα διαφανούς διαφράγματος, θάλαμοι, πλάγιες κοιλίες, χοριοειδή πλέγματα, παρεγκεφαλίδα, οπίσθιος βόθρος |
Πρόσωπο |
Επιθυμητή η μέση οβελιαία τομή για την απεικόνιση ρινικού οστού, ανω και κάτω γνάθου, οφθαλμικές κόγχοι, φακοί οφθαλμών, πρόσθιο τμήμα υπερώας, άνω χείλος |
Αυχένας |
Πάχος αυχενικής πτυχής |
Θώρακας |
Σχήμα θώρακα, πνεύμονες, μεσοθωράκιο |
Καρδιά |
Εικόνα 4 κοιλοτήτων, εικόνα τριών αγγείων, προσπάθεια απεικόνισης των χώρων εξόδου των κοιλιών |
Κοιλιά |
Ύπαρξη και θέση στομάχου, έντερο, είσοδος ομφαλίου λώρου στην κοιλιάΝεφροί (παρέγχυμα, νεφρικές πύελοι), ουροδόχος κύστη |
Σπονδυλική στήλη |
Εξέταση των τμημάτων της σπονδυλικής στήλης σε επιμήκη και εγκάρσιο άξονα |
Σκελετός |
Παρουσία άνω και κάτω άκρων (μακρά οστά, φυσιολογική σχέση αρθρώσεων) |
Φύλο |
Προαιρετική εξέταση των έξω γεννητικών οργάνων |
Πλακούντας |
Θέση και σύσταση |
Πίνακας 5. Ποσοστό ανίχνευσης σοβαρών συγγενών ανωμαλιών με την υπερηχογραφική εξέταση Β’ τριμήνου.
Aνωμαλία |
Aνίχνευση |
Δισχιδής ράχη |
90% |
Aνεγκεφαλία |
99% |
Yδροκεφαλία |
60% |
Σοβαρές καρδιοπάθειες |
25% |
Συγγενής διαφραγματοκήλη |
60% |
Eξώμφαλος/γαστρόσχιση |
90% |
Μείζονες νεφρικές ανωμαλίες |
85% |
Μείζονες ανωμαλίες σκελετού/άκρων |
90% |
Σπαστική παράλυση |
Δεν ανιχνεύεται |
Αυτισμός |
Δεν ανιχνεύεται |
Σύνδρομο Down |
Περίπου 40% |
Βιβλιογραφία
1. ACOG practice bulletin. Clinical management guidelines for obstetrician-gynecologists. Number 101, February 2009. Obstet Gynecol 2009; 113: 451-461.
2. Taipale P, Hiilesmaa V. Predicting delivery date by ultrasound and last menstrual period in early gestation. Obstet Gynecol. 2001;97(2):189-94.
3. Verburg BO, Steegers EA, De Ridder M, Snijders RJ, Smith E, Hofman A, Moll HA, Jaddoe VW, Witteman JC. New charts for ultrasound dating of pregnancy and assessment of fetal growth: longitudinal data from a population-based cohort study. Ultrasound Obstet Gynecol. 2008 Apr;31(4):388-96
4. Antenatal care: routine care for the healthy pregnant woman. National Collaborating Centre for Women’s and Children’s Health. National Institute
for Health and Clinical Excellence. March 2008.
5. Kagan KO, Wright D, Valencia C, Maiz N, Nicolaides KH. Screening for trisomies 21, 18 and 13 by maternal age, fetal nuchal translucency, fetal heart rate, free beta-hCG and pregnancy-associated plasma protein-A. Hum Reprod. 2008;23(9):1968-75.
6. Timor-Tritsch IE, Fuchs KM, Monteagudo A, D’Alton M. Performing a Fetal Anatomy Scan at the Time of First-Trimester Screening. Obstet Gynecol 2009;113:402–7.
7. Souka ΑP, Pilalis A, Kavalakis Y, Kosmas Y, Antsaklis P, Antsaklis A. Assessment of fetal anatomy at the 11-14 weeks ultrasound examination. Ultrasound Obstet Gynecol 2004; 24(7):730-4.
8. Pilalis A, Basagiannis C, Eleftheriades M, Faros E, Troukis E, Armelidou E,
Papastefanou I, Souka AP. Evaluation of a two-step ultrasound examination
protocol for the detection of major fetal structural defects. J Matern Fetal
Neonatal Med. 2012 Mar 9. [Epub ahead of print]
9. Sepulveda W, Sebire NJ, Nicolaides KH. The lambda sign in twin pregnancies. Ultrasound Obstet Gynecol. 1996;8(6):429.
10. Nicolaides KH. Screening for fetal aneuploidies at 11 to 13 weeks. Prenat
Diagn. 2011;31(1):7-15.
11. Syngelaki A, Chelemen T, Dagklis T, Allan L, Nicolaides KH. Challenges in the diagnosis of fetal non-chromosomal abnormalities at 11-13 weeks. Prenat Diagn. 2011;31(1):90-102.
12. Salomon LJ, Alfirevic Z, Berghella V, Bilardo C, Hernandez-Andrade E, Johnsen SL, Kalche K, Leung K-Y, Malinger G, Munoz H, Prefumo F, Toi A Lee W, Practice guidelines for performance of the routine mid-trimester fetal ultrasound scan. Ultrasound Obstet Gynecol 2011; 37: 116-126
13. ACOG Practice Bulletin. Ultrasonography in pregnancy. Obstetrics and Gynecology 2009; 113(2): 451-461
14. Lon G, Sprigg A. A comparative study of routine versus selectice fetal anomaly ultrasound scanning. J Med Screen 1998; 5: 6-10
15. Ville Y. “Ceci n'est pas une echografphie”: a plea for quality assessement in prenatal ultrasound. Ultrasound Obstet Gynecol 2008; 31: 1-5
16. World Health Organisation. Training in Diagnostic Ultrasound: Essentials, Practice and Standards (WHO Technical Report Series, No875) WHO Geneva 1998.
17. Abuhamad AZ, Benacerraf BR, Woletz P, Burke BL. The accreditation of ultrasound practices: impact on compliance with minimum performance guidelines. J Ultrasound Med 2004; 23: 1023-9.
18. Salomon LJ, Bernard JP, Duyme M, Doris B, Mas N, Ville Y. Feasibility and reproducibility of an image scoring method for quality control of fetal biometry in the second trimester. Ultrasound Obstet Gynecol 2006; 27: 34-40).
19. Levi S. Ultrasound in prenatal diagnosis: polemics around routine ultrasound screening for second trimester fetal malformations. Prenat Diagn.2002 Apr;22(4):285-95
20. Grandjean H, Larroque ED, Levi S. The performance of routine ultrasonographic screening of pregnancies in the Eurofetus study. Am J Obstet Gynecol 1999; 181: 446-54.
21. Crane JP, LeFevre ML, Winborn RC, Evans JK, Ewigman BG, Bain RP, et al. A randomized trial of prenatal ultrasonographic screening: impact on the detection, management, and outcome of anomalous fetuses. The RADIUS Study Group. Am J Obstet Gynecol 1994; 171: 392-9.
22. Grandjean H Larroque D, Leni S. Sensitivity of routine ultrasound screening of pregnancies in the Eurofetus database. The Eurofetus Team. Ann N Y Acad Sci 1998; 847: 118-24
23. Clinical Guidance, Ultrasound Screening for Fetal Abnormalities; RCOG- www.rcog.org.uk.
24. Whittle MJ. Ultrasonographic ‘soft markers’ of fetal chromosomal defects. (Editorial) BMJ 1997; 314: 918.
25. Fonseca EB,CelikE, Parra M, Singh M,NicolaidesKH; Fetal Medicine Foundation Second Trimester Screening Group. Progesterone and the risk of preterm birth among women with a short cervix. N Engl J Med. 2007 Aug 2;357(5):462-9.
26. Romero R, Nicolaides K, Conde-Agudelo A, Tabor A, O'Brien JM, Cetingoz E, Da Fonseca E, Creasy GW, Klein K, Rode L, Soma-Pillay P, Fusey S, Cam C, Alfirevic Z, Hassan SS. Vaginalprogesteronein women with an asymptomatic sonographic short cervix in the midtrimester decreasespretermdelivery and neonatal morbidity: a systematic review and meta-analysis of individual patient data. Am J Obstet Gynecol. 2012 Feb;206(2):124.e1-19.
27. Lovgren TR, Dugoff L, Galan HL. Uterine arteryDopplerand prediction ofpreeclampsia. Clin Obstet Gynecol. 2010;53(4):888-98.
28. Papageorghiou AT, Leslie K. Uterine artery Doppler in the prediction of adverse pregnancy outcome. Curr Opin Obstet Gynecol. 2007;19(2):103-9.